27/3/11

Η ιστορία των κρητικών τοπίων και των ιδιαίτερων φυτών τους

Άρθρο τoυ Oliver Rackham απο το τεύχος 63 (Ιανουάριος 2011) του TMG

Αυτή η διάλεξη πρέπει να θεωρηθεί ότι δίνεται από κοινού με την Jennifer Moody. Έχουμε δουλέψει μαζί επί 29 χρόνια και έχουμε γράψει μαζί το βιβλίο The Making of the Cretan Landscape, που τώρα θεωρείται σπάνια και ακριβή συλλεκτική έκδοση. Σκεφτόμαστε να κάνουμε νέα έκδοση. Έχουμε εργαστεί μαζί μαθαίνοντας πολλά σε διάφορες ερευνητικές εργασίες στην Κρήτη, ιδιαίτερα την τοπογραφική αποτύπωση της περιοχής Σφακιών, όπου συνεργαστήκαμε με την Lucia Nixon και τον Simon Price από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Τι είναι πού δίνει στην Κρήτη την ιδιαιτερότητά της;
Οι αρχαιότητές της, τα βουνά της και τα ενδημικά φυτά της – δηλαδή, τα φυτά που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού. Η Κρήτη είναι μια ήπειρος σε μινιατούρα, με τις ερήμους της τα δάση της και τις αρκτικές περιοχές της. Έχει πληθώρα φαραγγιών και γκρεμών ως αποτέλεσμα της έντονης τεκτονικής ιστορίας της, έχει οροπέδια εκεί που μεγάλες εκτάσεις της επιφάνειας της γης έχουν υποχωρήσει, έχει κουφωμένους γκρεμούς και άστατες πετρώδεις πλαγιές. Υπάρχουν δύο ειδών έρημοι: η μια οφείλεται στην αλλαγή κλίματος κατά την κυκλική διαδοχή των παγετώνων, η άλλη εξαρτάται από την γεωλογία και έχει την αρχαιότητα του ίδιου του νησιού. Η μια πλευρά ενός βουνού μπορεί να είναι έρημος ενώ η άλλη να καταλήγει σε ζούγκλα. Ολόκληρη η Κρήτη όμως αποτελεί ένα πολιτιστικό τοπίο που έχει αντιμετωπίσει τουλάχιστον χιλιάδες έτη ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

Η δημιουργία της Κρήτης
Η Κρήτη δημιουργήθηκε με το ζόρισμα της αφρικανικής επιφανειακής πλάκας κάτω από την Ευρώπη, μια διαδικασία που συνεχίζεται ακόμα. Πριν περίπου 8 εκατομμύρια χρόνια η Κρήτη εμφανίστηκε στην επιφάνεια της θάλασσας ως μια σειρά νησάκια με βουνά. Από τότε χρονολογούνται οι παλαιότερες αποδείξεις φυτικής ζωής, τα υπολείμματα φυτών στην Μακρυλιά που τώρα βρίσκεται στην ανατολική Κρήτη. Πάνω από 100 είδη δέντρων και άλλων φυτών έχουν αναγνωριστεί. Μόνο ένα τέταρτο από αυτά είναι γένη, όπως το πεύκο, που υπάρχουν και σήμερα στην Κρήτη. Τα υπόλοιπα είναι δέντρα και φυτά που βρίσκονται σήμερα στην ηπειρωτική Ευρώπη, μαζί με μερικά που σήμερα φυτρώνουν στην νοτιοανατολική Β. Αμερικανική ήπειρο, όπως η λευκή καρυά (hickory), και στη Άπω Ανατολή, όπως η κανέλα και το μοσχοκάρυδο. Αυτά υποδεικνύουν υποτροπικό δάσος και κλίμα υγρότερο και λιγότερο εποχιακό από το σημερινό. Φαντάζεται κανείς ευωδιαστά laurisylvan δάση, όπως στη σημερινή Φλόριντα ή τη Ν. Ιαπωνία, ή σε μικρότερη κλίμακα στα δάση νεφών των Καναρίων νήσων. Υπάρχει μία Zelkova ανάμεσα στα απολιθώματα της Μακρυλιάς που μοιάζει περισσότερο με την Z. serrata από την Ιαπωνία παρά με την Z. abelicea που επιζεί στην Κρήτη, με τα μικρά ανθεκτικά στην ξηρασία φύλλα της.

Η Κρήτη έχει συνεχίσει να είναι νησί, ή μάλλον σειρά νησιών, από τότε, οπότε τα φυτά έχουν συνεχίσει να εξελίσσονται σε απομόνωση και να καταλήγουν ενδημικά. Τα περισσότερα είναι ενδημικά στο επίπεδο του είδους: δεν υπάρχουν ενδημικά γένη ή ενδημικές οικογένειες όπως σε νησιά σαν την Νέα Καληδονία που είναι απομονωμένα επί δεκάδες εκατομμυρίων ετών.

Στη Μεσιακή εποχή, πριν 5 εκατομμύρια χρόνια, η Μεσόγειος στέγνωσε τελείως αφήνοντας την Κρήτη ως κορυφή μιας τεράστιας οροσειράς τριγυρισμένης από ερήμους και αλμυρές λίμνες. Η Κρήτη συνέχισε να υψώνεται, έτσι όταν επέστρεψαν τα νερά έγινε ένα ενιαίο νησί, με τα πρώην χωριστά νησιά να σχηματίζουν τις μεγάλες οροσειρές συνδεδεμένες με νεώτερες αποθέσεις που άφησε η θάλασσα.

Ακολούθησαν οι κύκλοι παγωνιάς της πλειστόκαινου περιόδου. Αυτοί εκδηλώθηκαν ως ξηρές περίοδοι περισσότερο από ψυχρές, παρ’ όλο που υπήρχαν μικροί παγετώνες στον Ψηλορείτη. Το κλίμα γινόταν όλο και πιο στεγνό, έτσι τα περισσότερα είδη του τροπικού δάσους εξαφανίστηκαν. Το πιο κοντινό μέρος με κάτι παρόμοιο με τροπικό δάσος είναι στον Άθω στη βόρεια Ελλάδα. Πάντως, και σήμερα ακόμα μπορεί να πάει κανείς στα αειθαλλή δάση δάφνης του Αποκόρωνα και να πάρει μιαν ιδέα του θροίσματος και της ευωδιάς του εδώ και 8 εκατομμύρια χρόνια laurisylva.

Το σημερινό μεσογειακό κλίμα κατέχει ένα μικρό μόνο μέρος κάθε κύκλου παγετού. Έχει διαρκέσει μόνο μερικές χιλιάδες χρόνια, έτσι δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το ότι λίγα μόνο Κρητικά φυτά έχουν προσαρμοστεί πλήρως σ’ αυτό. Μόνο τα εποχιακά επωφελούνται τελείως του χειμώνα ως θερμή υγρή εποχή για ανάπτυξη. Τα περισσότερα φυλλοβόλα δέντρα και οι φυλλοβόλοι θάμνοι αποκτούν φύλλα την άνοιξη και αγωνίζονται να επιζήσουν κατά τη διάρκεια της ζεστής ξηρής εποχής του καλοκαιριού, με εξαίρεση την Ευφορβία την δενδροειδή (Euphorbia dendroides) που έχει φθινοπωρινό χρώμα τον Μάιο, και την Anagyris foetida.

Ζώα
Τα νησιά διαφέρουν από την ηπειρωτική χώρα. Η Κρήτη κατά καιρούς είχε ελέφαντες (έναν ελέφαντα με μέγεθος μοσχαριού), ιπποπόταμους (έναν μακροπόδαρο ιπποποταμάκο που σκαρφάλωνε στα βουνά), και διάφορα ελάφια. Είχε επίσης μεγάλη ποικιλία ποντικών, μερικά από αυτά γιγαντιαία. Σαρκοβόρα όμως δεν είχε πιο απειλητικά από ασβούς. Όπως και σε άλλα νησιά της Μεσογείου η πανίδα δεν ήταν ισορροπημένη.

Ακόμα περισσότερο από συνήθως, τα φυτά προσαρμόζονται στην αντίσταση στη βοσκή. Έτσι το Verbascum spinosum προστατεύεται όχι μόνο από δηλητήριο και απωθητικό χνούδι, όπως άλλα φυτά του γένους του, αλλά και από ένα πολύπλοκο δίκτυο αγκαθιών. Η Zelkova abelicea είναι ένα ορεκτικό δέντρο τύπου φτελιάς, με φύτρες όμως που μετά την πρώτη μπουκιά αποκαλύπτουν μια κοφτερή ξυλοειδή καρδιά που αποτρέπει περαιτέρω βοσκή.

Τι συνέβη στα παράξενα θηλαστικά; Η προφανής απάντηση είναι ότι τα εξόντωσαν οι άνθρωποι, όπως συνέβη με τα μεγάλα θηλαστικά σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου. Με τη διαφορά όμως ότι η πρώτη ένδειξη παρουσίας ανθρώπων στην Κρήτη ήταν στα πρώτα νεολιθικά χρόνια στην Κνωσό, περίπου πριν 8.000 χρόνια, πολύ μετά από τις τελευταίες ενδείξεις ύπαρξης των ενδημικών αυτών θηλαστικών. Αυτό έχει διαψευσθεί κατά εντυπωσιακό τρόπο τώρα τελευταία με την ανακάλυψη χειροποίητων αντικειμένων Μεσολιθικής και Παλαιολιθικής εποχής εκεί που δεν το περίμενε ποτέ κανείς, κοντά στη νότια ακτή της Κρήτης και στο νησάκι της Γαύδου. Μερικά από τα εργαλεία φαίνονται να είναι πάνω από 130.000 ετών και να μην έχουν φτιαχτεί από Homo sapiens. Οπότε, απ τη μια στιγμή στην άλλη η Κρήτη, από το πιο τελευταία κατοικημένο νησί της Μεσογείου μετατρέπεται στο πρώτο.

Ακόμα και αν η ανθρώπινη παρουσία δεν ήταν συνεχής, μπορούσε να έχει υπάρξει καταστροφική για ορισμένα ζώα – ιδίως εάν οι άνθρωποι έφεραν σκυλιά σε ένα νησί γεμάτο εύγευστα θηλαστικά που δεν ήξεραν πως να τους ξεφύγουν γιατί επί εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια δεν τα είχε κυνηγήσει κανείς. Μια πιθανή συνέπεια της ανθρώπινης επαφής ήταν η μετατροπή από μια κατάσταση που σήμερα θα ονομάζαμε υπερβόσκηση, όπου οι αριθμοί των ζώων περιορίζονται από την διαθεσιμότητα τροφής και όχι απ το κυνήγι, σε μια κατάσταση ελάχιστης βοσκής.

Ανθρώπινη ιστορία
Εάν οι Νεολιθικοί άνθρωποι βρήκαν την Κρήτη ακατοίκητη, ή υπήρχε ιθαγενής Μεσολιθικός πληθυσμός είναι κάτι που δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα. Οι νέοι έποικοι άρχισαν να καλλιεργούν τη γή. Έφεραν αγελάδες και πρόβατα και γουρούνια, και άρχισαν να βοσκούν τα ζώα αυτά. Άρχισαν να χτίζουν έργα υποδομής όπως πεζουλες, δρόμους και μάντρες.

Ξέρουμε ότι η εισαγωγή ζώων βοσκής σε απομονωμένα νησιά όπως η Αγία Ελένη που δεν είχαν ποτέ θηλαστικά της γής επέφερε οικολογική καταστροφή. Αυτό μπορεί να συνέβη και στις Καναρίους Νήσους, αν και η αρχαιολογία των Καναρίων είναι ακόμα αρκετά ασαφής. Η Κρήτη δεν ήταν τέτοια περίπτωση γιατί τα φυτά της ήταν ήδη προσαρμοσμένα σε ζώα βοσκής. Τα πρόβατα και οι κατσίκες αντικατέστησαν τα ελάφια όπως τα ελάφια είχαν πάρει τη θέση των ιπποπόταμων.

Υπάρχει μια πολύ διαδεδομένη θεωρία ότι η Κρήτη, όπως άλλες περιοχές της Μεσογείου ήταν γεμάτη θαυμάσια δάση, και ότι οι άνθρωποι έκοψαν τα δέντρα για να κατασκευάσουν πλεούμενα ή να χτίσουν σπίτια, ή ότι τα έκαψαν, και ό,τι είχε απομείνει φαγώθηκε από τις άπειρες κατσίκες. Η θεωρία παραμένει ασαφής ως προς το πότε συνέβησαν αυτά, αλλά μερικοί συγγραφείς ισχυρίζονται ότι ένα μέρος του δάσους υπήρχε ακόμα μέχρι τον 17ο αιώνα, και ότι καταστράφηκε, όπως τόσα άλλα στην Κρήτη από τους «κακούς Τούρκους.»

Αυτό στάθηκε αδύνατον να το πιστοποιήσω. Όλες οι ενδείξεις είναι ότι η Κρήτη σ’ αυτόν τον μεσοπαγετωνικό δεν έχει υπάρξει πολύ πιο δασωμένη απ’ ότι είναι τώρα. Αρχαίοι συγγραφείς όπως ο Θεόφραστος ήξεραν καλά για την ύπαρξη κυπαρισσιών στην Κρήτη (ήταν η μόνη περιοχή όπου φύτρωναν άγρια) αλλά δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι αποτελούσαν δάση. Η μελέτη της γύρης που γίνεται τελευταία, δεν κάνει διάκριση μεταξύ της γύρης των δέντρων και των θάμνων, αλλά έχει πολλά παραδείγματα γύρης φυτών όπως ο ασφόδελος που δεν ανθίζουν στη σκιά. Το συμπέρασμα είναι ότι οι τόποι συλλογής της γύρης ήταν περιστοιχισμένοι είτε από maquis (δέντρα καταπονημένα από ξηρασία και βοσκή που καταλήγουν στο μέγεθος των θάμνων) είτε από savanna (σκόρπια δέντρα σε εκτάσεις καλυμμένες με ποώδη βλάστηση), είτε από φρύγανα (υποθαμνώδη βλάστηση), όχι όμως από δάσος.

Η Κρήτη έχει περάσει από περιόδους όταν τα δέντρα σπάνιζαν ακόμα περισσότερο από σήμερα. Φωτογραφίες από εδώ κι έναν αιώνα δείχνουν τα Χανιά και το Ηράκλειο να υψώνονται μέσα τελείως γυμνές εκτάσεις. Από το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου τα άγρια δέντρα συνεχώς αυξάνονται, γι αυτό συμβαίνουν και οι πυρκαγιές σε περιοχές  εύφλεκτων δέντρων, ιδίως πεύκων, που έχουν καταλάβει τις εγκαταλελειμμένες πεζούλες. Σε αντίθεση, τα μεσογειακά φυτά είναι πιο ανθεκτικά στη φωτιά.

Η μελέτη της γύρης, εφ όσον υπάρχει, δείχνει ότι η σημερινή ποικιλία τοπίων δεν είναι πρόσφατη εξέλιξη ενός πιο ομογενούς παρελθόντος. Μερικά από τα χαρακτηριστικά τοπία της σημερινής Κρήτης χρονολογούνται τουλάχιστον από την Εποχή του Ορείχαλκού, ‘όπως η savanna των φυλλοβόλων δρυών γύρω στη Λίμνη Κουρνά.

Στους ιστορικούς χρόνους η Κρήτη έχει αναπτύξει οικιστικά σχήματα μεγάλων χωριών σε μερικά μέρη του νησιού, όπως την Μεσαρά, και πολλών μικρών οικισμών σε άλλα. Η επιβίωση των μικρών οικισμών δεν είναι συνήθης στον ελληνικό κόσμο. Η κατάληψη από τους Τούρκους την δεκαετία του 1640 δεν μοιάζει να επηρέασε το τοπίο. Περίπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού αλλαξοπίστησε, αλλά συνέχισε να ζει σε μέρη που λέγονταν Αγία Τριάδα ή Παναγιά και να συντηρεί μεσαιωνικά Χριστιανικά ξωκλήσια. Δεν βλέπω καμμιά διαφορά ανάμεσα σε τοπία κατοικημένα από Τούρκους (έως την αλλαγή πληθυσμών του 1923) και από Χριστιανούς.

Ενδημικά φυτά
Περίπου το ένα έβδομο της χλωρίδας της Κρήτης είναι ενδημική της σειράς νησιών από τα Κύθηρα στην Κάρπαθο. (Δε θα επιμείνω σε αριθμούς γιατί εξαρτώνται πολύ απ’ τον ορισμό του ενδημικού που έχει ο κάθε βοτανολόγος.) Όλο ανακαλύπτονται και νέα ενδημικά.

Μερικά ενδημικά είναι παλαιοενδημικά, κατάλοιπα γενών που κάποτε ήταν πιο διαδεδομένα. Έτσι η Κρητική Zelkova είναι κατάλοιπο ενός γένους κοινότατου κάποτε από την Ευρώπη ως την Άπω Ανατολή, που τώρα επιζεί σε συγκεκριμένες μικρές περιοχές της τεράστιας αυτής έκτασης. Ο Κρητικός φοίνικας Phoenix theophrasti, ενδημικός στο νοτιοανατολικό Αιγαίο, είναι άλλο κατάλοιπο από πριν από την Πλειστόκαινο περίοδο. (Φυτρώνει ακόμα στην Ελληνιστική πόλη Φοίνικας, που ονομάστηκε για το δέντρο, όπου πέρασε έναν χειμώνα ο Άγιος Παύλος.) Άλλα είναι νεοενδημικά, που προήλθαν από είδη της ηπειρωτικής χώρας αφού αποκόπηκε η Κρήτη.

Πού βρίσκονται ή δεν βρίσκονται ενδημικά; Ιδιαίτερα λείπουν από ακτές, βαλτότοπους και καλλιεργημένες εκτάσεις. Επίσης δεν συναντώνται σε δάση: αυτά που χρειάζονται σκιά τείνουν να προτιμούν τη σκιά των βράχων. Αυτό είναι αναμενόμενο εφ όσον τα δάση δεν είναι πολλά στην Κρήτη από πριν από την Πλειστόκαινο περίοδο.

Μερικά Κρητικά ενδημικά συναντώνται σε περιοχές maquis και φρυγάνων, αλλά πιο κοινά είναι σε γκρεμούς και φαράγγια ή σε ψηλά βουνά.

Τα ενδημικά των γκρεμών είναι απομονωμένα στους δικούς τους συγκεκριμένους γκρεμούς, πράγμα που σε μερικές περιπτώσεις όπως του δίανθου (Dianthus), δημιουργεί μια ομάδα ειδών ή υποειδών. Δεν έχουν τρόπο να επεκταθούν. Οι σπόροι τους πέφτουν απ’ τον γκρεμό: πως ξανανεβαίνουν απάνω; Για μερικά ενδημικά ο γκρεμός παρέχει προστασία από ζώα βοσκής: έτσι ο κρητικός έβενος (Ebenus cretica) αφθονεί στους γκρεμούς, αλλά πολλές φορές απλώνεται και σε άλλα μέρη όπου δεν βοσκούν ζώα (όπως οι λόφοι μάργας  ανατολικά της Κνωσού). Μερικά ενδημικά γκρεμών φυτρώνουν στους τεχνητούς γκρεμούς Ενετικών κτιρίων. Έτσι συμβαίνει με την Petromarula pinnata (ενδημικό γένος) που φυτρώνει στα Αρσενάλια (νεώρια) των Χανιών, και τα Verbascum arcturus versus, Hypericum aceriferum και Origanum dictamnus που περιορίζονται σε φυσικούς γκρεμούς.

Τα ψηλά βουνά, που ήταν τα νησιά της Προ-μεσιακής Κρήτης έχουν το καυθένα τα δικά του ενδημικά. Παραδείγματος χάριν, το πιο κοινό φυτό στο οροπέδιο της Νίδας (και τη γύρω του περιοχή) στα χαμηλά του Ψηλορείτη είναι το Polygonum idaeum, που δεν βρίσκεται πουθενά αλλού στο νησί. Η Υψηλή Έρημος στην κορυφή των Λευκών Ορέων στη δυτική Κρήτη έχει ένα εκπληκτικό τοπίο κάρστ, αποτέλεσμα των παγετών, στο οποίο η μισή χλωρίδα είναι ενδημική.

Οι κοντινές βραχονησίδες, με εξαίρεση την Ντία, δεν έχουν Κρητικά ενδημικά φυτά, και μόνο σπάνια έχουν ενδημικά δικά τους, με εξαίρεση το Bupleurum gaudianum της Γαύδου.

Εισαγμένα φυτά και φυτικές ασθένειες
Από τους παλαιότατους χρόνους, από τη Νεολιθική εποχή και μετά, άρχισαν να εισάγονται (είτε ηθελημένα είτε τυχαία) φυτά στο νησί. Αρχαία παραδείγματα εισαγωγών από την Κεντρική Ασία είναι δύο είδη μουριών. Η σύγχρονη κουζίνα και ζωή της Κρήτης, όπως και άλλων Μεσογειακών χωρών, βασίζεται κατά πολύ σε Αμερικανικά φυτά όπως η ντοματιά, η πατάτα, τα καπνά και τα περισσότερα φασόλια.

Όταν ήμουν στη Βενετία μελετώντας Κρητικά αρχεία, βρήκα έναν κατάλογο φυτών ενός Ενετού βοτανολόγου από περίπου το 1640. Το πρώτο φυτό που παρατήρησε φτάνοντας στο Ηράκλειο ήταν ένα ‘Iusgriano con fior d’oro’, που ύστερα από εκτενή έρευνα αποφάσισα ότι ήταν το Hyoscyamus aureus. Ποιό ήταν το πρώτο φυτό που πρόσεξα εγώ στην Κρήτη το 1968; Ήταν το Hyoscyamus aureus που φύτρωνε στα Ενετικά τείχη του Ηρακλείου όταν αποβιβάστηκα απ το καράβι. Μοιάζει να μην υπάρχει πουθενά αλλού στην Ευρώπη. Πολλά χρόνια αργότερα το βρήκα στα Ιεροσόλυμα και τη Ναζαρέτ, όπου επίσης φυτρώνει σε παλιά τείχη. Μήπως υπάρχει συσχέτιση με προσκυνητές ή σταυροφόρους;

Η Κρήτη ευτυχώς δεν έχει υποστεί εισβολή εξωτικών φυτών που αλλάζουν τα τοπία, όπως έχει συμβεί σε άλλα ζεστά μέρη. Παρ’ όλα αυτά το πιο κοινό φυτό είναι πιθανώς το Oxalis pes-caprae που ήρθε από τη Νότιο Αφρική τον 19ο αιώνα με τα (συνήθως διπλά) λουλούδια του που στρώνουν τους ελαιώνες με ένα κίτρινο χαλί την άνοιξη. Ένα από τα πιο κοινά δέντρα είναι το Ailanthus altissima που έχει καταλάβει την Κνωσό, πρωτοφερμένο από τον Arthur Evans. Όπως πολλά επεκτατικά εξωτικά φυτά είναι κλωνικό, δηλαδή δεν χρειάζεται να ξεκινήσει από σπόρο, και έρχεται από ελάχιστα Μεσογειακό περιβάλλον στην Κίνα.

Ίσως η μεγαλύτερη απειλή για τα οικοσυστήματα του κόσμου μας, ιδίως τα δέντρα και τα δάση, είναι η συνήθεια που έχουν οι άνθρωποι να ανακατεύουν τα φυτά όλου του κόσμου μαζί με τις ασθένειες και τους βλαβερούς οργανισμούς τους. Η Κρήτη, παρ’ όλο που όπως όλα τα άλλα μέρη υπέστη τις επιδημίες του αμπελιών του 19ου αιώνα, μέχρι στιγμής δεν έχει υποφέρει ιδιαίτερα.

Παραδείγματος χάριν, η ασθένεια των κυπαρισσιών Seridium cardinale έχει εξαφανίσει την εισαγμένη «θηλυκιά» μορφή του Cupressus sempervirens, από τα φυτεμένα δέντρα της Κνωσού, αλλά ευτυχώς το ιθαγενές κυπαρίσσι δεν μοιάζει να είναι επιρρεπές.

Το έντομο Marchalina hellenica, μοιάζει με χνουδωτή μελίγκρα και ρουφάει το χυμό των πεύκων. Ένα μεγάλο ποσοστό του μελιού που παράγεται στην Ελλάδα φαίνεται ότι προέρχεται όχι από λουλούδια αλλά από τις εκκρίσεις των εντόμων που επιτίθενται στα κωνοφόρα δέντρα, ιδίως τα πεύκα. Γι αυτό το λόγο Marchalina είναι ευπρόσδεκτη από τους παραγωγούς μελιού και λέγεται ότι το κράτος τους επιδοτεί να αυξήσουν τον πληθυσμό του εντόμου. Τώρα έχει απλωθεί στις ξερές νότιες πλαγιές των Λευκών Ορέων, ασπρίζοντας τους κορμούς των Pinus brutia και σκοτώνοντας πολλά απ τα δέντρα αυτά. Σε μικρότερη κλίμακα έχει ξαπλωθεί και σε κυπαρίσσια.

Tα τελευταία χρόνια έγινε της μόδας η εισαγωγή φοινίκων στην Κρήτη. Ξεκίνησε, λένε, με την εκστρατεία «ωραιοποίησης» εν όψει των Ολυμπιακών Αγώνων, παρ όλο που οι ίδιοι οι αγώνες έγιναν στη μακρινή Αθήνα. Αναπόφευκτα αυτό έφερε στην Κρήτη τον κόκκινο ρυγχωτό κάνθαρο ένα μεγάλο έντομο που σκάβει σήραγγες μέσα στον κορμό του φοίνικα και τον καταστρέφει. Περίπου το ένα τρίτο των φοινίκων Καναρίων νήσων που φυτεύτηκαν από τον Έβανς στη Βίλλα Αριάδνη έχουν ξεραθεί, και διαδικασία της καταστροφής των μολυσμένων φοινίκων έχει δώσει αφορμή στη δημιουργία ειδικών επιχειρήσεων. Οι προοπτικές για τον φοίνικα του Θεόφραστου (Phoenix theophrasti) δεν είναι καλές.

Αρχαία δέντρα και πεζούλες
Η Κρήτη είναι ιδιαίτερα πλούσια σε αρχαία δέντρα με ηλικία που καθορίζεται από τους δακτυλίους του κορμού. Πολλές απ τις ελιές είναι της ενετικής εποχής, μερικές της βυζαντινής και ελάχιστες ακόμα αρχαιότερες. Στη δυτική Κρήτη υπάρχουν μεσαιωνικές καστανιές. Μεταξύ των πιο ασυνήθιστων δέντρων της Ευρώπης είναι τα ψηλά κυπαρίσσια των Λευκών Ορέων, στις παρυφές της Υψηλής Ερήμου, το πλησιέστερο είδος στα Pinus longaeva της Αριζόνας. Τα περίεργα και αξιοσέβαστα αυτά δεντράκια αποτελούν το θέμα μελέτης που κάνουμε από κοινού με τον Tomasz Wazny του Δενδρολογικού Εργαστηρίου του πανεπιστημίου Cornell.

Οι πεζούλες στην Κρήτη απλώνονται σε μεγάλο μέρος των λόφων και των βουνών. Πότε άρχισαν να τις χτίζουν; Όπως και σε άλλα μέρη της Μεσογείου υπάρχουν ελάχιστα στοχεία για την ιστορία τους. Ελείψει γραπτών στοιχείων πρέπει να χρησιμοποιήσουμε την ηλικία των δέντρων ως ένδειξη. Πολλές από τις αρχαίες ελιές και άλλα παμπάλαια δέντρα φυτρώνουν πάνω στα τειχία ή στα απομεινάρια παλαιών πεζούλων. Που πρέπει να έχουν τουλάχιστον την ίδια ηλικία. Οι θεόρατες ελιές κοντά στο Λουτρό, που μπορεί και να τις είδε ο Άγιος Παύλος στο τελευταίο του ταξίδι, φυτρώνουν πάνω σε τοιχία από πεζούλες Ρωμαϊκής ή Ελληνιστικής εποχής. Οι αρχαιότερες, μέχρις στιγμής, πεζούλες είναι στη νησίδα Ψείρα, και έχουν τοποθετηθεί χρονικά σύμφωνα με την ανασκαφή της Julie Clark στην μέση εποχή του Ορείχαλκου.

Η υπόθεση Ιτάνου
Γιατί παρέλειψαν οι Rackham και Moody στο The Making of the Cretan Landscape να αναφέρουν τίποτα για τη βορειοανατολική μύτη της Κρήτης; Γιατί την εποχή που γράφαμε έμοιαζε να είναι μια άδεια περιοχή που δεν είχε μελετηθεί ούτε από εμάς ούτε από κανέναν άλλο. Μόνο δύο μέρη ήταν γνωστά: η εγκαταλελειμμένη αρχαία πόλη της Ιτάνου, και το περίφημο δάσος με τις φοινικιές Phoenix theophrasti στο Βάι.

Είχαμε από την Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή, που μελετούσε την πόλη της Ιτάνου επί 50 χρόνια και ενδιαφερόταν για το γύρω τοπίο, την παράκληση να δώσουμε μια γνώμη για το τοπίο, και το γιατί μερικά μέρη είχαν ελαφρά απομεινάρια από πεζούλες. Αυτό που βρήκαμε ήταν ολόκληρα τετραγωνικά χιλιόμετρα από Βυζαντινά, Κλασσικά, Μινωικά και ακόμα και νεολιθικά στοιχεία τοπίου – πεζούλες, δρόμους, αγροκτήματα, περιφράξεις – ελάχιστα επηρεασμένα από μεσαιωνική ή σύγχρονη καλλιέργεια.

Η περιοχή έχει και πρώτιστη οικολογική σημασία. Μεταξύ των ενδημικών της είναι μερικά από τα σπανιότερα φυτά του κόσμου, όπως ο Ammanthus filiformis. Το περίεργο ξηρό τοπίο έχει μικρά φυτάκια προσαρμοσμένα στη ξηρασία που εμφανίζονται και ανθίζουν τον χειμώνα και εξαφανίζονται ώσπου να προλάβεις να τα προσέξεις.

Γιατί έχει εγκαταλειφθεί για πάνω από χίλια χρόνια η περιοχή αυτή; Δεν αποκλείεται το κλίμα να ήταν καλύτερο στο παρελθόν. Όμως η πιο πιθανή απάντηση είναι η πειρατεία. Με τους βαθιούς κόλπους της σε διάφορες κατευθύνσεις, η χερσόνησος ήταν ανοιχτή σε επιθέσεις απ τους κουρσάρους που έστηναν καρτέρι στη ναυτιλία των στενών της Καρπάθου. Μετά την πτώση της Ιτάνου δεν υπήρχε φρουρά να προστατεύσει την περιοχή.

Υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι γιατί η περιοχή αυτή δεν έχει αναπτυχθεί: έλλειψη νερού, απότομες ακτές, και κλίμα με δυνατούς ανέμους. Όμως, μια εταιρία (ντρέπομαι να ομολογήσω μια Βρετανική εταιρία) σκόπευε να αφιερώσει αυτήν την βορειανατολική γωνιά της Κρήτης σε ανάπτυξη βασισμένη σε γήπεδα του γκολφ. Όποιος ξέρει την περιοχή θα γελάσει με την ιδέα ότι είναι δυνατόν άνθρωποι να παίξουν γκολφ εκεί. Η Dr Moody και εγώ κυκλοφορήσαμε μία αίτηση εναντίον της ανάπτυξης, και έχουμε συγκεντρώσει 11.000 υπογραφές.*

Το σχέδιο αντιμετώπισε νομικές δυσκολίες έκτοτε που έχουν φτάσει στο Συμβούλιο Επικρατείας στην Αθήνα, τώρα όμως που γράφω αυτή τη διάλεξη δεν έχει βγει ακόμα απόφαση. [Στον ενδιάμεσο χρόνο η ανάπτυξη έχει θεωρηθεί παράνομη.]

Πρόσφατα η Ελλάδα έχει αποδεχθεί την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για τα Τοπία (European Landscape Convention). Η χερσόνησος είναι ένας από τους τόπους πού έχουν περιληφθεί διεθνώς στο σχήμα NATURA 2000. Περίπου ένα τέταρτο της Κρήτης περιλαμβάνεται στη μία ή και τις δύο κατηγορίες της NATURA 2000. Η διαδικασία του χαρακτηρισμού (στην οποία δεν είχα ανάμειξη) έγινε πολύ σωστά – περιελήφθη ακόμα και η μικρή περιοχή laurisylva που απομένει. Όπως θα ήταν αναμενόμενο, οι χαρακτηρισμένες περιοχές της Κρήτης είναι εκείνες που κανείς άλλος δε θέλει.

Ο Oliver Rackham OBE FBA FSA είναι Fellow και πρώην Master του Κολλεγίου Corpus Christi στο Cambridge. Είναι βοτανολόγος και ιστορικός της οικολογίας με ειδικό ενδιαφέρον για το τοπίο της Κρήτης για πάνω από 40 χρόνια.
Το άρθρο αυτό είναι το κείμενο της διάλεξης που έδωσε στα Χανιά στις 16 Οκτωβρίου 2010 κατά την 16η Ετήσια Συνέλευση του Συλλόγου Μεσογειακής Κηπουρικής (Mediterranean Garden Society).


*Η ανάπτυξη αυτή είναι το θέμα ταινίας των Βαγγέλη Καλαϊτζή και Cliff Cook, με τίτλο Χίλιες χαμένες μπάλες του γκολφ ( A Thousand Lost Golf Balls).